- Κρίῳ
- Κρί̱ῳ , Κρῖοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριώ — κριῶ, όω (Α) [κριός] 1. αφιερώνω κάτι στο ζώδιο του Κριού 2. (ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὀ κεκριωμένον αυτό που έχει κατασκευαστεί με σχήμα Κριού … Dictionary of Greek
Κριῶ — Κριός ram masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριῶ — κρῑῶ , κριός ram masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριῷ — Κριός ram masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριῷ — κρῑῷ , κριός ram masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριῶι — Κριῷ , Κριός ram masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRIUS — municipium Atticae. Suidas. Tribus Antiochidis, a κρίῳ, i. e. Ariete quodam dictum. Vide Schol. in Aristoph. Aves. Item Achaiae fluv. Pausan. l. 7 … Hofmann J. Lexicon universale
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek
υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… … Dictionary of Greek